Τα χωριά, αρκετές φορές έρημα ή με ελάχιστους κατοίκους - παλικάρια που τώρα γέρασαν και δεν μπορούν πια να παλέψουν με μάγους και δράκους. Αυτό, μάλιστα, που πραγματικά δεν έχει πειραχτεί είναι η ομορφιά των τόπων, το μόνο αγαθό που αυτή η μη γνωστή Ελλάδα έχει σε αφθονία. Και βέβαια, για να γνωρίσετε αυτά τα μέρη, πρέπει να έχετε αυτό το ιδιαίτερο μαγικό μέσο που κοινώς ονομάζουμε 4x4!
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Ξεκινήσαμε οι τρεις μας (εγώ, η καλή μου και το τζιπ) Σάββατο, κατά τις εννέα το πρωί, με πρόγραμμα χαλαρό και με αζιμούθιο προς την Ευρυτανία. Το προηγούμενο βράδυ, έπειτα από ενδελεχή επισκόπηση του χάρτη, είχαμε «χαράξει» περίπου την πορεία μας: Ρίο-Αντίρριο-Ναύπακτος-Τριχωνίδα-Προυσός-Καρπενήσι και από εκεί είτε για ορεινή Καρδίτσα είτε για Βαρδούσια. Ετσι, όπως λέει και ο ποιητής, «καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία»! Το αυτοκίνητο άνετο και η συμπεριφορά του στην άσφαλτο εξαιρετική.
Με το που φτάσαμε στη Ναύπακτο, ο καιρός άρχισε να μας τα χαλάει, με μπόρες ανά διαστήματα. Στη γέφυρα Μπανιά, στον Εύηνο, θαυμάσαμε από ψηλά το τοπίο και από κοντά τα έργα του ελληνικού στρατού, και πιο συγκεκριμένα του Μηχανικού, και την αείμνηστη ΜΟΜΑ - βλέπετε, αυτή η σιδερένια γέφυρα στέκει ακόμα κραταιά από τη δεκαετία του '50! Επειτα από αρκετές στροφές και χιλιόμετρα, από Ναύπακτο, φτάσαμε στο Πετροχώρι, στην άκρη της λίμνης Τριχωνίδας, της μεγαλύτερης και της λιγότερο τουριστικής λίμνης της χώρας. Γυρίσαμε λίγο μέσα στο χωριό, ψάχνοντας επί ματαίω να βρούμε μέρος να φάμε. Απογοητευμένοι πήραμε το δρόμο για τα Θέρμα, όπου στην κεντρική τους πλατεία μπορέσαμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Γρήγορα-γρήγορα, για να μη μας πιάσει η νύχτα, ξεκινήσαμε για τον Προυσό. Στον Ταξιάρχη αφήσαμε τον καλό δρόμο και στρίψαμε δεξιά προς Δρυμώνα. Το τοπίο είχε αρχίσει να είναι πιο δασωμένο και πιο τραχύ. Ο δρόμος συνέχισε άσφαλτος ή σχεδόν μέχρι λίγο μετά τον Δρυμώνα που, παρεμπιπτόντως, είναι ένα πανέμορφο χωριό με ένα επίσης καινούργιο και πανέμορφο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Το πουθενά, βέβαια, ήταν η μαμά Φύση!
Αισθανθήκαμε την παρουσία των ξωτικών και των χόμπιτ! Φανταστείτε μια αγκαλιά ενός άγριου βουνού, μαύρη πέτρα, μπόλικη βλάστηση και τέσσερα σπιτάκια, εκ των οποίων η καμινάδα του ενός κάπνιζε. Σκηνικό από γνήσιο παραμυθοχώρι: αν ήμουν πλούσιος, θα το αγόραζα αυτό το χωριό που, απ' ό,τι κατάλαβα, κατοικείται από μια κυρά και το σκύλο της!
Μετά τον Νεροσύρτη, ο δρόμος γινόταν προοδευτικά χειρότερος και οι γκρεμοί πολύ πιο απότομοι. Παρά την αίσθηση άνεσης και ασφάλειας που μας έδινε το αυτοκίνητο, καταλάβαινα την κυρά μου πως «σφιγγόταν». Λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως, βγήκαμε στην άσφαλτο, λίγα χιλιόμετρα πριν από τον Προυσό. Και όσο πιο γρήγορα μπορούσα, πήρα το δρόμο για το Καρπενήσι και τη «Νηνεμία», τον ξενώνα όπου είχαμε κλείσει δωμάτιο.
ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ & EXTREME JEEPING
Ολο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς. Το ίδιο και το πρωί που ξυπνήσαμε. Ο ξενοδόχος μας, «εντουράς» και ερωτευμένος με τη νέα του μηχανή, μας έδωσε ιδέες: «Γιατί δεν πάτε Πουγκάκια και από εκεί Γραμμένη Οξιά»; Το είδαμε στο χάρτη. «Γιατί όχι;» είπαμε και ξεκινήσαμε.
Οι οδηγίες που μας έδωσε ήταν σαφείς, αλλά λίγες. Πριν από τη σήραγγα Τυμφρηστού, στρίβουμε δεξιά για Κρίκελλο και στον πρώτο χωματόδρομο κάνουμε αριστερά. Ετσι, λοιπόν, άρχισε η μεγάλη λασποπεριπέτεια!
Τουριστικός νομός η Ευρυτανία, αλλά, αν φύγετε από τους κεντρικούς δρόμους, η σήμανση είναι ανύπαρκτη. Και όταν λέμε σήμανση, εννοούμε μια απλή πινακίδα που να γράφει πού οδηγεί ο δρόμος. Μέχρι να φτάσω στον πρώτο μας σταθμό, τα Πουγκάκια, είχα μπει τρεις φορές σε δασικούς δρόμους-αδιέξοδα. Στον πρώτο και στον δεύτερο, έκανα όπισθεν, μέσα στη λάσπη, γύρω στα 50 μέτρα, μέχρι να βρω μέρος για να κάνω μεταβολή. Στον τελευταίο, όμως, κατέβηκα σε μια ρεματιά, από ένα μονοπάτι στην ουσία, κι όταν φτάσαμε επιτέλους κάτω, βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι βαθύ και αδιάβατο, με κανένα σημάδι συνέχειας δρόμου. Εκεί με έπιασε και μια μαύρη απελπισία, γιατί δεν υπήρχε πλάτωμα για να στρίψω πουθενά. Κάναμε 700 μέτρα ανηφορικά και κακοτράχαλα με την όπισθεν - και με τη σύντροφό μου έξω με νιτσεράδα και ομπρέλα, για να μου λέει τα δύσκολα σημεία. Κοντολογίς, «είπαμε τον δεσπότη Παναγιώτη»! Εκεί όμως παραδέχτηκα και το αυτοκίνητο που είχαμε. Με όλη τη λάσπη, τον «μη δρόμο» και τα ακατάλληλα λάστιχα (δεν είχα τρακτερωτά), το Grand Vitara συμπεριφέρθηκε άψογα. Σημειωτέον πως δεν χρειάστηκε ούτε να αλλάξω τη σχέση του διαφορικού.
Επειτα από αρκετό δρόμο, πάντα υπό καταρρακτώδη βροχή, φτάσαμε στη θέση «Βλάχικος», με πανοραμική μέσα στη βροχή θέα στα Πουγκάκια, που παρεμπιπτόντως είναι ένα πολύ όμορφο χωριουδάκι με περίπου 100 κατοίκους και ένα φιλόξενο καφενείο-εστιατόριο στην άκρη της πλατείας. Καθίσαμε στο καφενείο για ένα τσίπουρο, για να συνέλθουμε! Οι άνθρωποι ήθελαν να μας φιλέψουν από το φαγητό τους, αλλά εμείς είχαμε ακόμα πολύ δρόμο και αρνηθήκαμε ευγενικά.
Ο δρόμος από Πουγκάκια μέχρι Γαρδίκι είναι άσφαλτος και μετά, τα 28 χλμ. μέχρι τη Γραμμένη Οξιά είναι μισός άσφαλτος και μισός καλά πατημένος χωματόδρομος. Η Γραμμένη Οξιά είναι χτισμένη στα 1.200 υψόμετρο στο βουνό Οξιά, η βλάστηση του οποίου αποτελείται -από τι άλλο;- μόνο από οξιές. Βέβαια, τώρα το χειμώνα ο αριθμός των κατοίκων είναι μονοψήφιος. Στο μεταξύ, έχουμε μπει πάλι στο νομό Αιτωλοακαρνανίας και φαίνεται πως η νομαρχία εδώ διάκειται φιλικά προς τον τουρίστα, καθώς είδαμε επιτέλους πινακίδες.
Από την άλλη, στη Γραμμένη Οξιά βρήκαμε τα πάντα κλειστά και έτσι συνεχίσαμε προς Λεύκες ή Μικρή Παλούκοβα όπως είναι το παλιό όνομα αυτού του πολύ όμορφου χωριού που ανήκει στην ορεινή Ναυπακτία (Δήμος Αποδοτίας). Εχει υψόμετρο 1.100 περίπου 100 κατοίκους και ένα πολύ ωραίο συγκρότημα ενοικιαζόμενων μικρών σαλέ, αλλά δυστυχώς πάλι τα βρήκαμε κλειστά και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Είχαμε αποφασίσει να πάμε από Λεύκα για Μανδρινή - Αμπλιανη, να βρούμε άσφαλτο και από εκεί για Κρίκελλο και πίσω στο ξενοδοχείο μας έξω από το Καρπενήσι. Λογαριάζαμε όμως χωρίς το Καψαλόρεμα!
Δύο φορές κατέβηκα για να βγάλω τα κοτρόνια που έφραζαν το δρόμο... Και ξαφνικά, μετά από μια στροφή, ένα ποτάμι. Ή, μάλλον, μια υπερχείλιση ποταμού. Στάση να δούμε πόσο βαθύ ήταν και μετά περάσαμε απέναντι. Λίγο πιο κάτω ένας μικρός καταρράκτης έπεφτε στο δρόμο. Και από εκεί περάσαμε! Ομως, κάνα χιλιόμετρο πιο κάτω το ορμητικό ποτάμι έκοβε κάθετα το δρόμο και το βάθος ήταν πάνω από μέτρο. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο κάναμε μεταβολή. Οπως λέει η αρχαία παροιμία, «ανάγκα και θεοί πείθονται».
Στη Μανδρινή συναντήσαμε έναν τσοπάνο χωρίς το ποίμνιό του και τον ρωτήσαμε για το καφενείο του χωριού:
«Τώρα δα έφυγε. Βλέπεις έχει 5 - 6 μαναράκια και πήγε να τα ταΐσει».
«Και άφησε ατάιστους εμάς», μουρμούρισε η Σ.
Ευχαριστήσαμε τον άνθρωπο και πήραμε των ομματιών μας, που είχαν αρχίσει να αλληθωρίζουν από την πείνα, γιατί η ώρα είχε πάει 5 και ο ήλιος έπεφτε γοργά.
Δεν είχα καμιά διάθεση να επιστρέψω μέσα στη νύχτα από τον ίδιο δρόμο κι έτσι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε από άσφαλτο, μολονότι ήταν πιο μακριά. Πήρα, λοιπόν, το δρόμο για Γαρδίκι - Κανάλια - Λευκάδα - Τυμφρηστό και από εκεί Καρπενήσι. Η διαδρομή θα ήταν αφόρητα πληκτική αν δεν πεταγόταν εκείνος ο τεράστιος ασβός, έξω από τα Κανάλια. Εκείνα τα 100 μέτρα που τον είχαμε να τρέχει φουντωτός και τρομαγμένος μπροστά μας, ήταν αποζημίωση για όλη την ταλαιπωρία!
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Πήραμε πρωινό χαζεύοντας το χάρτη. Ο καιρός εξακολουθούσε να έχει τα ίδια χάλια. Ετσι είπαμε να κάνουμε μια προσεκτική απόπειρα εξερεύνησης των Βαρδουσίων, για να μην πάθουμε την ίδια πανωλεθρία.
Κάναμε μέχρι τη Γραμμένη Οξιά την ίδια διαδρομή με τη χθεσινή. Η κατάσταση του δρόμου ήταν πολύ χειρότερη, αλλά η διαδρομή, τώρα που την ήξερα, μου φάνηκε ακόμα πιο όμορφη και πιο εύκολη. Από Γραμμένη Οξιά ο δρόμος που πάει Αρτοτίνα είναι όλο στροφές, αλλά είναι άσφαλτος. Μόλις δε είχαμε περάσει Γραμμένη Οξιά, όταν με την άκρη του ματιού είδα κάτι που με χαροποίησε αφάνταστα. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα να κόψω 2 γιγάντια μανιτάρια Boletus edulis. Και τα δύο ζύγιζαν 5,5 κιλά!
Με αναπτερωμένο το ηθικό περάσαμε τη γέφυρα του Εύηνου, το μοναστήρι του Αη Γιάννη, όπου μόνασε ο Αθανάσιος Διάκος, και φτάσαμε στην όμορφη Αρτοτίνα. Θέλαμε να κάνουμε το δρόμο που διασχίζει την κοιλάδα του Καρυώτικου Ρέματος και πάει στον Αθανάσιο Διάκο και στη Μουσουνίτσα. Ομως, αυτήν τη φορά σταματήσαμε στην πλατεία της Αρτοτίνας και αρχίσαμε να ρωτάμε για την κατάσταση του δρόμου. Ολοι ήταν κατηγορηματικοί. Ενας, μάλιστα, είπε πως ούτε τανκ δεν περνάει έτσι όπως φούσκωσαν τα ποτάμια...
Αποφασίσαμε, λοιπόν, κι εμείς να απολαύσουμε ένα γεύμα στην πλατεία του χωριού και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής μέσω λίμνης Μόρνου - Λιδορικίου - Ιτέας. Ετσι απόλαυσα μια επιστροφή άνευ άγχους και επέστρεψα το αυτοκίνητο στην ώρα μου.
ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΤΕ
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΤΙΝΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ
πηγή: protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου